Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

‘Ηρωες και γεγονότα της επανάστασης του ΄21

                               Γράφει η καθηγήτρια Στέλλα Κούρτη

Στα πλαίσια του μαθήματος της Ιστορίας της Γ’ Γυμνασίου, το τμήμα Γ1 εκπόνησε ομαδική εργασία με θέμα : «Ηρωες και γεγονότα της ελληνικής επανάστασης του ‘21». Στόχος της εργασίας είναι η ουσιαστική επαφή των μαθητών με τη νεότερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία.

Συμμετείχαν οι μαθητές : Αλιπράντη Εμμανουέλα, Μακριδάκη Τριανταφυλλιά, Δέφτο Κλεοπάτρα, Αβντουλάϊ Αγγελική, Αποστολοπούλου Διονυσία, Καλύβα Ελενα, Ζιάκα Ιωάννα, Βασιλάκη Βασιλική 



Αθανάσιος Διάκος

Ο Αθανάσιος Διάκος, ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες - οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε κατ' άλλους στην Αρτοτίνα Φωκίδας το 1788 και κατ' άλλους στην Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες.
Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία αναφέρεται λογοτεχνικά ότι "σουβλίστηκε" από τους Τούρκους και κάηκε στις 24 Απριλίου 1821. Ο Ελληνικός Στρατός του απένειμε τον βαθμό του Στρατηγού. Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε στους Έλληνες.
Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου στο κάστρο και την θέση Ώρα. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη. Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά. Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-βέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας.Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκσν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλω ανδρών, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη. Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν. Ο σοβαρά πληγωμένος Διάκος σύρθηκε από τους Τούρκους μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας "Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω". Την επόμενη μέρα ανασκολοπίστηκε. Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μόνο ένα παράπονο βγήκε απ' τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: "Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".
 Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαϊα. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1790 κατά μία άποψη στην Πρέβεζα, και κατά δεύτερη άποψη στην Ιθάκη και δολοφονήθηκε με ξυλοδαρμό στην Ακρόπολη των Αθηνών στις 5 Ιουνίου του 1825. Ήταν επιφανής αγωνιστής οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821 και γιος του οπλαρχηγού Ανδρούτσου. Το όνομα της οικογένειας (ιταλ. Andruzzo) αναφέρεται στο περίφημο Λίμπρο ντ'Όρο του νησιού, και μητέρα του ήταν η Ακριβή Τσαρλαμπά, από την Πρέβεζα. Επίσης ως προς το έτος γεννήσεως, κατ’ άλλους, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1788-1790.

Το έτος 1806 ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα, ή κατά δεύτερη εκδοχή τον πήγε εκεί με αίτημα η μητέρα του. Εκεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή Πασάς του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του και σύντομα κατάφερε να γίνει αρχηγός της προσωπικής φρουράς του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε, άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και για αμοιβή της ανδρείας του, ο Αλή Πασάς του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων, καθώς και την οπλαρχηγία της Λιβαδειάς. Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα.

Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, και σε συνεννόηση με αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με ένα ασκέρι 2.000 ανδρών, Αλβανών και Ελλήνων, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών με αποκορύφωμα την ηρωική Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), όπου μόνο 118 Έλληνες αντιμετώπισαν επιτυχώς 8.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Μέσα σε αυτούς τους 118 ήρωες Έλληνες ήταν και οι μετέπειτα δολοφόνοι του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τότε γράφτηκε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα»). Στη μάχη αυτή, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά αυτός επηρέασε την τύχη της επαναστάσεως στην ανατολική Στερεά , κατά τα επόμενα έτη.

Στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες. Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική. Στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γνώρισε πολλούς ξένους Φιλέλληνες οι οποίοι αναφέρονται ευνοϊκά στα απομνημονεύματά τους σε αυτόν (Ελευθεροτυπία: «Τα Ιστορικά», 23 Μαρτίου 2009). Ο Βρετανός Εδουάρδος Τρελόνεϋ (Edward John Trelawney, 1792-1881) φίλος του Λόρδου Byron ήρθε μαζί του στην Ελλάδα. Το Νοέμβριο του 1823 γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Παντρεύτηκε την 13ετή ετεροθαλή αδελφή του Οδυσσέα, Ταρσίτσα Καμένου. Τον ακολούθησε παντού και του έμεινε πιστός ως το τέλος.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Ανδρούτσος έφυγε από την Λευκάδα και βρέθηκε μέσω της Πάτρας στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τους Γαλαξιδιώτες να επαναστατήσουν και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στην μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου του 1821), παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822.Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αγωνίστρια και ηρωίδα της ελληνικής επανάστασης γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια μιας επισκέψεως της μητέρας της στο φυλακισμένο σύζυγό της. Εκεί τη βάπτισε ο Παναγιώτης Μούρτζινος, ένα δεκάχρονο φυλακισμένο αγόρι, και της έδωσε το όνομα Λασκαρίνα. Πέθανε χτυπημένη από σφαίρα στις 22 Μαΐου 1825 στις Σπέτσες, στη διάρκεια μιας ενδοοικογενειακής διαμάχης και τα οστά της τάφηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου.
Ήταν κόρη του Υδραίου πλοίαρχου Σταυριανού Πινότση, ο οποίος πέθανε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης για τη συμμετοχή του στα Ορλοφικά και και της Παρασκευής Κοκκίνη, κόρης εφοπλιστή της Ύδρας. Μετά το θάνατο του πατέρα της έζησε ως τα τέσσερα χρόνια της, μαζί με τη μητέρα της, στην Ύδρα. Αργότερα η Παρασκευή Κοκκίνη παντρεύτηκε τον πλοίαρχο Δημήτριο Λαζάρου, γνωστό με το παρατσούκλι Ορλόφ, από τη συμμετοχή του στα Ορλοφικά, με καταγωγή από τις Σπέτσες. Είχε συνολικά οκτώ ετεροθαλή αδέλφια.
Το 1816 οι Τούρκοι επεχείρησαν να κατάσχουν την περιουσία της, καθώς το 1806 τα πλοία του συζύγου της μετείχαν υπό ρωσική σημαία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της μεταβαίνει με το πλοίο της «Κοριέζος», στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε με το Ρώσο πρεσβευτή Στρογκάνωφ και ζήτησε την προστασία του. Εκείνος για να αποφύγει τη σύλληψή της από τους Τούρκους, τη φυγάδευσε στην Κριμαία, σε ένα αγρόκτημα που της παραχώρησε ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ και όπου έζησε περίπου 3 μήνες. Με τη βοήθεια της Βαλιντέ, μητέρας του Σουλτάνου, που έπεισε το γιό της, Μαχμούτ Β’, και υπόγραψε ειδικό φιρμάνι, εξασφάλισε και διέσωσε την περιουσία της.


Μάρκος Μπότσαρης
 

Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο ηπειρωτικό σώμα που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.Αρχικά ο Μάρκος Μπότσαρης,αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον Εχθρό". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.
Το 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς την δυτική Ρούμελη. Τη νύχτα της 21ης Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τούρκων του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τον Μουσταφα πασα. Όμως μια τουρκική σφαίρα τον άφησε νεκρό. Οι Σουλιώτες μεταφέροντας τον νεκρό προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".
Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμένος με κυανή χλαμίδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα.

Μιαούλης Αντρέας
Ναύαρχος του ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821. Ο τόπος της γέννησής του δεν είναι επακριβώς γνωστός. Ορισμένοι βιογράφοι του υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στα Φύλλα της Εύβοιας, απ' όπου η οικογένεια του μετοίκησε στην Ύδρα, ενώ άλλοι στο νησί του Αργοσαρωνικού. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Βώκος ή Μπώκος. Μετά την καταστροφή των Ψαρών (20 - 22 Ιουνίου 1824), σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην εξουδετέρωση της τουρκικής δύναμης, που είχε παραμείνει στο νησί και στην ανακατάληψή του, στις 3 Ιουλίου. Στις 29 Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης, επικεφαλής του ενωμένου ελληνικού στόλου, καταναυμαχεί τον τουρκοαιγυπτιακό στον Γέροντα. Οι απώλειες του εχθρού ανέρχονται σε 27 πλοία, ανάμεσά τους και η επιβλητική φρεγάτα «Ασία».Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου το 1826 τα ελληνικά πλοία υπό τις διαταγές του βοηθούν με την παροχή εφοδίων τους πολιορκουμένους. Τις παραμονές της Εξόδου, ο Μιαούλης αποτυγχάνει να διασπάσει επανειλημμένως τον αποκλεισμό της πόλης και διαμηνύει στους κατοίκους ότι δεν είναι δυνατή καμιά βοήθεια από τη θάλασσα.Το 1827, με απόφαση της Γ' Εθνοσυνέλευσης, η αρχηγία του στόλου ανατίθεται στον Λόρδο Κόχραν και ο Μιαούλης υποβιβάζεται σε πλοίαρχο. Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας αναλαμβάνει Κυβερνήτης της Ελλάδας, αναθέτει στο Ανδρέα Μιαούλη την αρχηγία του Στόλου του Αιγαίου. Η συνεργασία Μιαούλη - Καποδίστρια κράτησε ως τον Αύγουστο του 1829, όταν οι δύο άνδρες ήλθαν σε σύγκρουση για την πολιτική του Καποδίστρια απέναντι στους υδραίους πλοιοκτήτες, που ζητούσαν προνομιακή μεταχείριση σε αντάλλαγμα της συμβολής τους στον Αγώνα.Ο Μιαούλης, ηγέτης πλέον της αντικαποδιστριακής παράταξης, οξύνει την κατάσταση και ο Καποδίστριας διατάσσει τον αποκλεισμό της Ύδρας από τα πλοία του εθνικού στόλου που ναυλοχούν στον Πόρο. Ο Μιαούλης μαθαίνει το σχέδιο και καταλαμβάνει τη φρεγάτα «Ελλάς». Την 1η Αυγούστου 1831 ο ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ επιχειρεί να καταστείλει την εξέγερση και ο Μιαούλης διατάσσει την πυρπόληση των πλοίων του στόλου. Η ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα» προκαλούν την πανελλήνια κατακραυγή.Ο Ανδρέας Μιαούλης πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835. Ετάφη στον Πειραιά, στη δεξιά ακτή του λιμανιού, που ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Αργότερα, έγινε ανακομιδή των οστών του σε τάφο στην είσοδο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.


Ανδρέας Μιαούλης

Γεώργιος Καραϊσκάκης














Καραϊσκάκης Γεώργιος

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός της Επανάστασης του 1821. αψίκορου Γεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομάτι Καρδίτσης τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Άρτας. Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του ως Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα". Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.

Έξοδος Μεσολογγίου
Η Έξοδος του Μεσολογγίου αναφέρεται στην ηρωική έξοδο των πολιορκημένων στρατιωτών και αμάχων του Μεσολογγίου, όταν οι δυνατότητες συνέχισης της άμυνας απέναντι στα τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα είχαν χαθεί. Το γεγονός συνέβη την νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου 1826, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας.  


Η έξοδος του Μεσολογγίου
Προοίμιο
Το Μεσολόγγι επαναστάτησε στις 20 Μαΐου του 1821. Η σημασία της θέσης έγινε γρήγορα αντιληπτή από την τοπική ηγεσία της επανάστασης. Στην πόλη πραγματοποιήθηκε η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας και στη συνέχεια έγινε έδρα της διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας που έφερε την ονομασία Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας.
Το 1822 η πόλη πολιορκήθηκε για πρώτη φορά από τα στρατεύματα του Κιουταχή που είχε νικήσει τους Έλληνες στο Πέτα, και του Ομέρ Βρυώνη που είχε ολοκληρώσει την υποταγή του Σουλίου. Μετά από δύο μήνες οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες. Την επόμενη χρονιά ένα νέο τουρκικό στράτευμα κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι άλλα αναλώθηκε ανεπιτυχώς στην πολιορκία του γειτονικού Αιτωλικού. Οι Τούρκοι μετά την αποτυχία να καταλάβουν το Αιτωλικό εγκατέλειψαν το σχέδιο επίθεσης στο Μεσολόγγι και αποχώρησαν.

Η πολιορκία και η έξοδος Το 1825 ο Κιουταχής συγκέντρωσε μεγάλο στρατό στη Λάρισα και κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι. Στα τέλη Απριλίου 1825 στρατοπέδευσε στην περιοχή και ξεκίνησε την πολιορκία του Μεσολογγίου. Όλες οι επιθέσεις που επιχείρησε ο Κιουταχής εναντίον της πόλης απέτυχαν, όπως και η προσπάθεια του να αποκλείσει τον ανεφοδιασμό της πόλης από στεριά και θάλασσα. Οι πολιορκημένοι ήρθαν σε συνεννόηση με τον Καραϊσκάκη  ο οποίος διεξήγαγε πόλεμο φθοράς στα νότα του στρατεύματος του Κιουταχή, αναγκάζονταν τον να περάσει σε θέση άμυνας, τον Οκτώβριο του 1825. Προς ενίσχυση του Κιουταχή, έσπευσε στα τέλη του 1825 ο Ιμπραήμ, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο. Με την άφιξη του νέου ισχυρού στρατεύματος η πολιορκία ξανάρχισε σφοδρότερη. Παρόλα αυτά μέχρι τον Φεβρουάριο του 1826 οι Τούρκοι δεν είχαν σημειώσει καμία επιτυχία. Ο Ανδρέας Μιαούλης με τον στόλο του κατάφερνε να ανεφοδιάζει το Μεσολόγγι και η άμυνα των πολιορκημένων παρέμενε ισχυρή. Από τον Μάρτιο όμως η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με κατάληψη από τους Τούρκους στρατηγικών νησίδων της λιμνοθάλασσας όπως το Βασιλάδι και ο Ντολμάς. Οι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο της νησίδας Κλείσοβα μετά από μία σφοδρή μάχη στην οποία τα στρατεύματα του Ιμπραήμ είχαν πολύ βαριές απώλειες. Όμως η δυνατότητα του ελληνικού στόλου να ανεφοδιάσει την πόλη είχε καταστεί αδύνατη με αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι να βρεθούν σε δυσχερέστατη θέση. Η κατάσταση στην πόλη έγινε δραματική και η πείνα άρχισε να θερίζει τους κατοίκους. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων, μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου. Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν οι αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν.            
Συνέπειες Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε διάλυση της τρίτης εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου του 1826 και στην παραίτηση της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Στο εξωτερικό αναθέρμανε το φιλελληνικό κίνημα και επιτάχυνε τις διαδικασίες για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος.       


Δ. Σολωμός (στίχος 2)
   Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει'
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει, και λέει'
"Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ."

Της μάνας ω λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρω
Φθαρμένα και μαύρα,
Σαν ίσκιους ονείρου'
Λαλεί το πουλάκι
στου πόνου τη γη,
Και βρίσκει σπυράκι,
Και μάνα φθονεί.