Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Προβλήματα όρασης


                                                    του εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής Δημήτρη Μπακοθανάση


Ο φόβος της τύφλωσης είναι ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου μετά το φόβο του θανάτου. Η εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου έγινε με αύξηση του οπτικού φλοιού σε βάρος των άλλων τμημάτων του εγκεφάλου, έτσι ώστε σήμερα 50 - 60% του συνόλου των πληροφοριών μας για το περιβάλλον, τη διαβίωση μας, αλλά ακόμη και την ψυχαγωγία μας, προσλαμβάνονται από τους οφθαλμούς μας. Συνεπώς, είναι εύκολο να καταλάβουμε την αγωνία και την απογοήτευση των τυφλών συνανθρώπων μας.




Στο σχολείο ένα στα δέκα παιδιά που φοιτά, παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όρασης. Εντούτοις, αποτελεί ευτυχές γεγονός, όταν γίνει έγκαιρα η διάγνωση και δεν επιφέρει σημαντικά εκπαιδευτικά και κοινωνικά προβλήματα.


         Ένα στα χίλια παιδιά (0,1%) έχει σοβαρά προβλήματα όρασης που δυσχεραίνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και την ένταξη και ενσωμάτωσή του στην κοινωνία γενικότερα.


Ειδικότερα, οι οπτικές μειονεξίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο κατηγορίες, σε σχέση με τα υφιστάμενα test οπτικής οξύτητας:

α. Τα τυφλά άτομα,

β. Τα μερικώς βλέποντα άτομα.

Ένα παιδί θεωρείται τυφλό όταν μπορεί να δει 20/200 ή και λιγότερο, ακόμη και αν χρησιμοποιηθούν μέσα οπτικής ενίσχυσης. Αυτό σημαίνει πως το παιδί μπορεί να δει επαρκώς στα 20 εκατοστά, ενώ για το ίδιο αντικείμενο, ένα άλλο παιδί με κανονική όραση μπορεί να το δει στα 200 εκατοστά (2 μέτρα). Η τύφλωση δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε απουσία οπτικής διέγερσης, αφού το τυφλό άτομο μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι από το φως και ίσως να έχει κάποιες οπτικές εικόνες.

Ένα παιδί θεωρείται μερικώς βλέπον, όταν παρουσιάζει οπτική οξύτητα μεταξύ 20/70 εκατοστά και 20/200 εκατοστά με ενίσχυση.


Στο σχολείο και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης στην τάξη, οι δάσκαλοι θα πρέπει να μιλούν συνεχώς και καθαρά στο τυφλό παιδί. Θα πρέπει  να του περιγράφουν με σαφήνεια τι κάνουν οι ίδιοι και τι θα πρέπει να κάνει το ίδιο σε ό,τι σχετίζεται με το μάθημα.  Να το ενθαρρύνουν και να το καθοδηγούν να μιλά αβίαστα και να συμμετέχει ισότιμα στο μάθημα.

Αν και τα άτομα με προβλήματα όρασης δε μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη μίμηση ως διαδικασία μάθησης, η έλλειψη αυτή ισοσταθμίζεται κατά μεγάλο μέρος από την προφορική και ακουστική επικοινωνία. Η ικανότητα ανάπτυξης τής ακουστικής παρακολούθησης στο μέγιστο δυνατό βαθμό μπορεί να αποκτηθεί με συστηματική έκθεση σε ακουστικά ερεθίσματα και με ειδική εκπαίδευση.

          Έχει αποδειχθεί, πως η τύφλωση περιορίζει την αντιληπτικότητα και την απόκτηση γνώσης λόγω της περιορισμένης έκτασης και ποικιλίας των εμπειριών που αποκτούν οι τυφλοί άνθρωποι, της περιορισμένης ικανότητας μετακίνησής τους και του περιορισμένου ελέγχου του περιβάλλοντος και της σχέσης τους μ' αυτό.

          Επιπλέον, συχνά η σχολική επίδοση των τυφλών παιδιών είναι χαμηλότερη απ' αυτή των ομηλίκων τους. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην αργή εννοιολογική ανάπτυξη που σχετίζεται με το πρόβλημα όρασης, την απουσία οπτικών αναπαραστάσεων, καθώς και στον αργό ρυθμό ανάγνωσης. Ωστόσο, η καθυστέρηση (όχι υστέρηση) στην κατανόηση εννοιολογικών θεμάτων, οφείλεται σε έλλειψη κατάλληλων μαθησιακών εμπειριών και όχι σε σύμφυτη ανικανότητα.

          Αξίζει, όμως, στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως η σχολική επίδοση των παιδιών με προβλήματα όρασης, δεν υστερεί έναντι αυτής των βλεπόντων ομηλίκων τους, εφόσον δεν εμφανίζουν πρόσθετες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, (π.χ. νοητική υστέρηση, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες κ.λ.π.) και έχουν δεχτεί και δέχονται την κατάλληλη εκπαιδευτική βοήθεια και στήριξη και ζουν σε ευνοϊκό οικογενειακό και γενικότερα κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον.

          Η συμβολή της οικογένειας στην εκπαίδευση και συνολικότερη ανάπτυξη και εξέλιξη του τυφλού παιδιού είναι από εξαιρετικά σημαντική έως καταλυτική. Είναι απαραίτητο να ξεπεράσουν κατά το δυνατό γρηγορότερα το σοκ και την άρνηση αποδοχής τής ύπαρξης τού τυφλού παιδιού στην οικογένεια και να μεριμνήσουν για την εκπαίδευσή του αλλά και των ιδίων. Να φροντίζουν να του παρέχουν αγάπη και φροντίδα ισόποσα χωρίς να οδηγούνται σε ακρότητες που περιορίζουν την αυτονομία και ανεξαρτησία του παιδιού και τελικά το ευνουχίζουν.

Οι τυφλοί μαθητές για την ανάγνωσή τους χρησιμοποιούν τα διδακτικά βιβλία βλεπόντων, τα οποία έχουν μεταγραφεί στο ανάγλυφο σύστημα γραφής Braille (Μπράιγ) με τις απαραίτητες διασκευές και προσαρμογές ως προς την παρουσίαση ορισμένων ασκήσεων, την εικονογράφηση, (οι εικόνες δίδονται σε περιγράμματα χωρίς λεπτομέρειες, άλλες αντικαθίστανται από γραπτές επεξηγήσεις), την προσθήκη ορισμένων επεξηγηματικών κεφαλαίων κ.ά. Οι μερικώς βλέποντες χρησιμοποιούν βιβλία με κοινή γραφή, αλλά με μεγεθυμένα γράμματα. Επιπλέον, για να εκφραστούν γραπτά χρησιμοποιούν τη γραφομηχανή Braille, που έχει ως βασική φόρμα έξι ανάγλυφες τελείες (εξάστιγμο).

Αποτελεί μύθο το "δόγμα" της αυτόματης ισοστάθμισης των αισθήσεων, δηλ. της αυτόματης αναπλήρωσης των αισθήσεων που λείπουν από τις υπόλοιπες. Ίσως τα άτομα με προβλήματα όρασης να κάνουν καλύτερη χρήση των δυνατοτήτων των υπόλοιπων αισθήσεων σε σύγκριση με τους βλέποντες, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στη συστηματική εκπαίδευση των υπόλοιπων αισθήσεων και στην ιδιαίτερη προσπάθεια που καταβάλλουν οι ίδιοι, ώστε να μην παραβλέπουν ακόμη και λεπτομέρειες του περιβάλλοντος χώρου.

Τα άτομα με προβλήματα όρασης μεγαλώνουν σε μια κοινωνία, της οποίας οι κοινωνικοί κανόνες αναπτύχθηκαν βαθμιαία κατά την κοινή συμβίωση με τους βλέποντες, οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτικά πλειοψηφούσα κοινωνική ομάδα. Στα άτομα με προβλήματα όρασης οι συνήθεις δρόμοι για την επικοινωνία και την απόκτηση κοινωνικών εμπειριών είναι ποσοτικά και ποιοτικά περιορισμένοι λόγω της μειωμένης κινητικότητας και της έλλειψης του οπτικού ελέγχου, καθώς και της συνακόλουθης μειωμένης δυνατότητας για μίμηση εξωτερικών εκφραστικών κινήσεων.

          Η εκτίμηση των ικανοτήτων των ατόμων με προβλήματα όρασης εκ μέρους των βλεπόντων, συνήθως δεν είναι ρεαλιστική. Έτσι, πολλές φορές υποτιμούν ή υπερτιμούν τις ικανότητες τους και θεωρούν ότι έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη φροντίδα, που μπορεί να οδηγήσει σε άστοχη συμπεριφορά προς τους τυφλούς, όπως π.χ. υπέρμετρη εκδήλωση συμπάθειας, οίκτου, θαυμασμού για αυτονόητες ικανότητες και δυνατότητες, υπερπροστασία, απαιτήσεις υπέρτερες ή κατώτερες των πραγματικών ικανοτήτων τους.

          Συνεπώς, αυτή η ασύμμετρη συμπεριφορά των βλεπόντων μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Η ανασφάλεια, ο φόβος και τα συναισθήματα κατωτερότητας και απομόνωσης μπορεί να αναστείλουν την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, ενώ ο εγωκεντρισμός και η αυτό-υπερεκτίμηση μπορεί να οδηγήσουν σε υπέρμετρη ανάπτυξή της.

Επιπλέον, η ανάπτυξη της κινητικότητας και του προσανατολισμού από μικρή ηλικία των ατόμων με σοβαρά προβλήματα όρασης είναι άκρως απαραίτητα για να μπορούν να κινούνται αυτοτελώς, λειτουργικώς και αξιοπρεπώς. Έτσι, πολύ σημαντική είναι η χρήση του λευκού μπαστουνιού κατά τις καθημερινές μετακινήσεις τους σε εξωτερικούς χώρους (σχολείο, δρόμος) και της ορθής τοποθέτησης των χεριών με προστατευτικές θέσεις για να κινούνται με ασφάλεια σε εσωτερικούς χώρους (σπίτι, τάξη).

 


Ωστόσο, αν κάποια στιγμή ένας τυφλός άνθρωπος ζητήσει βοήθεια για να μετακινηθεί, τότε πολύ απλά του προτείνουμε το μπράτσο μας σε ορθή γωνία για να κρατηθεί. Φροντίζουμε να είμαστε λίγο πιο μπροστά από αυτόν, να μη βαδίζουμε γρήγορα και να μην κάνουμε απότομες κινήσεις.

         


Μέσα στην τάξη, η οργάνωση του χώρου είναι εξαιρετικά σημαντική για την κινητικότητα τού τυφλού μαθητή. Τα θρανία πρέπει να είναι πάντα σε σταθερή διάταξη και να υπάρχουν εμφανώς διαχωρισμένοι διάδρομοι απουσία σακιδίων και άλλων αντικειμένων, που εμποδίζουν την κίνηση τού μαθητή. Επιπλέον, θα πρέπει στην τάξη να επικρατεί κατά το δυνατόν ησυχία, διότι προσφέρει ασφάλεια και πιο ξεκάθαρη εικόνα της λειτουργίας της τάξης. Μια τάξη που δεν έχει σταθερή οργάνωση χώρου και επικρατεί φασαρία, δυσκολεύει τον τυφλό μαθητή να κατανοήσει τι γίνεται, αφού δεν ξέρει ποιοι μιλούν και τι πρέπει να κάνει για να μιλήσει και εκείνος. 

Κλείνοντας, επιβάλλεται να αναφερθεί πως οι μαθητές με προβλήματα όρασης είναι άνθρωποι ίσης κατηγορίας και αντιμετώπισης, όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός τυπικής ανάπτυξης. Η ιστορία έχει δείξει έμπρακτα πως άτομα με προβλήματα όρασης έχουν κατορθώσει να επιτύχουν όλους τους σκοπούς ζωής της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχουν σπουδάσει, έχουν δημιουργήσει οικογένεια, έχουν γίνει καταπληκτικοί μουσικοί, λογοτέχνες, τραγουδιστές, δρομείς, προγραμματιστές. Συνεπώς, είναι πολύτιμο να τους δείχνουμε τον τρόπο κατάκτησης κάθε βήματος τού προς επίτευξη σκοπού, αλλά να μην κάνουμε εμείς τα βήματα για αυτούς. Πρέπει να δημιουργήσουν και να βαδίσουν μόνοι το δρόμο τους, για να τον βαδίσουν σωστά, με ασφάλεια και να καρπωθούν γνήσια τον κόπο τους στο μέγιστο βαθμό.