MARIA CALLAS
By Antzela Moulai C’3
Maria Callas was born
Cecilia Sophia Anna Maria Kalogeropoulos on December 2, 1923, in New York, New
York. She was the daughter of a Greek couple, Evangelina Dimitriadis and George
Kalogeropoulos, who had arrived in America in August of 1923. When her mother
moved back to Greece in early 1937, Maria went along with her and shortly after
began training with Elvira de Hidalgo at the National Conservatory in Athens.
After three years of
training, Maria made her professional stage debut in November of 1940 at the
National Lyric Theatre in Athens in Suppι's operetta, Boccaccio.
Her first success came in 1942 when she was asked to perform in Tosca at
the Athens Opera. Soon after, she performed Fidelio, Tiefland,
and Cavalleria Rusticana in Athens and returned to her birthplace, New
York, in the hopes of starting a successful career in opera.
She traveled to Venice to sing Brόnnhilde in Die Walkόre for the 1948/9 season with Tullio Serafin
conducting. When Serafin's wife heard Maria, she immediately called her husband
and requested that Maria sing for him also. The following morning, Maria sang
for the Musical Director of the Opera House who decided that Maria would be the
best choice as Elvira. She was given one week to learn the entire opera. Maria
became the talk of Italy. It was a huge success. Three months after her
success, she married Giovanni Battista Meneghini, a man almost 30 years older
than Maria, on 21 April 1949, in the Chiesa dei Filippini in Verona, Italy.
It wasn't until 7
December 1950 that La Scala surrendered to Maria Callas. She had opened the
1950/1 season with I Vespri Siciliani and was greeted with thunderous
applause and enthusiastic reviews.
November 17, 1955,
was the day that established Maria's image as a tigress. She had just finished
performing Madama Butterfly at the Lyric Opera of Chicago and was
backstage celebrating her triumph.
In the meantime,
Maria was performing Medea at La Scala on 11 December 1961. She was not
in good voice and during her first act duet with Jason (performed by Jon
Vickers), the audience began hissing. Maria ignored the crowd until she reached
the point in the text where she denounces Jason with a word "Crudel!"
(Cruel man!). After the first "Crudel!" she stopped singing. She
looked out into the crowd and directed her second "Crudel!" directly
to the public. She paused and started again with the words "Ho dato tutto
a te" (I gave everything to you) and shook her fist at the gallery. The
audience stopped hissing and Maria received a huge ovation at the end.
In June 1969, Maria
began work on a film of Medea with Pier Paolo Pasolini. Unfortunately
for Maria, the film was not a success.
By 1970, Maria's singing
career had come to a quick halt. On May 25, she was rushed to the hospital and
it was announced that she had tried to commit suicide by taking an overdose of
barbiturates. It seems unlikely that she actually attempted suicide, though by
this time she was known to take
more sleeping-tablets to find sleep and more barbiturates to find peace.
Ελληνίδα
υψίφωνος, η απόλυτη ντίβα στο χώρο του λυρικού θεάτρου. Με τα μοναδικά φωνητικά
και υποκριτικά της προσόντα ανανέωσε την όπερα και το ρεπερτόριό της, ιδιαίτερα
το ιταλικό «μπελ-κάντο». Αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε τραγουδίστρια της
όπερας, που φιλοδοξεί να κερδίσει από τους ειδικούς και το κοινό τον τίτλο της
«νέας Κάλλας».
Η Μαρία Σοφία
Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες ελληνικό όνομά της, γεννήθηκε
στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Ήταν κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου
Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας (Λίτσας)
Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδος. Οι γονείς της είχαν μετακομίσει στην
αμερικανική μεγαλούπολη προς αναζήτηση καλύτερη τύχης.
Από νωρίς
άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ
και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Το
1937 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα, μετά
το διαζύγιο των γονιών της και εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο. Ο πρώτος ρόλος της
ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία
παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη
τραγουδιού της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, κοντά στην οποία γνώρισε την υψηλή
τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.
Το 1940
προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941
πρωτοεμφανίστηκε ως «Βεατρίκη» στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ.
Στη συνέχεια και ως το 1945 πρωταγωνίστησε στην Τόσκα (1942,
1943), στον Κάμπο του Ντ' Αλμπέρ (1944, 1945), στην Καβαλερία
Ρουστικάνα (1944), στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη
(1944, το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε), στον Φιντέλιο του Μπετόβεν
(1944) και την οπερέτα Ο Ζητιάνος Φοιτητής του βιεννέζου συνθέτη
Καρλ Μιλέκερ (1945).
Τον Σεπτέμβριο του 1945 επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου ζούσε ο
πατέρας της, για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας το επίθετό της
σε Κάλλας. Παρότι έμεινε άνεργη έως το 1947, δεν το έβαλε κάτω και μετά από μία
επιτυχημένη ακρόαση της ανέθεσαν να τραγουδήσει την «Τζιοκόντα» στην Αρένα της
Βερόνας, έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας. Αν και
γλίστρησε στη γενική δοκιμή και στραμπούληξε τον αστράγαλό της, κατάφερε να
κάνει με επιτυχία το πρώτο σημαντικό βήμα της σταδιοδρομίας της στις 2
Αυγούστου του 1947.Η Μαρία Κάλλας με τον Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι
Μαέστρος της παράστασης ήταν ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος θαύμαζε τη
φωνή της και έγινε δάσκαλός της, διευρύνοντας τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς
της ορίζοντες. Όμως, στη Βερόνα ζούσε και ο βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι,
που τη λάτρεψε, όχι μόνο ως καλλιτέχνιδα, αλλά και ως γυναίκα. Έτσι, στις 21 Απρλίου του 1949, η Κάλλας τον παντρεύτηκε, παρότι είχε τα διπλά της χρόνια, ίσως
για να αναπληρώσει συναισθηματικά την απουσία της πατρικής φιγούρας, όπως
γράφτηκε.
Μετά τη «Σκάλα» του Μιλάνου ήταν η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) να υποκλιθεί στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας το 1956. Η ελληνίδα ντίβα θα επιβάλλει πλήρως τους όρους της, αναγκάζοντας τον διευθυντή της Ράντολφ Μπινγκ όχι μόνο να της καταβάλλει το μεγαλύτερο ποσό που είχε πληρώσει ποτέ ο θίασος για καλλιτέχνη, αλλά και να δηλώσει ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη «ΜΕΤ» ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του. Ο μύθος της είχε αρχίσει να δημιουργείται, βοηθούντος και του Τύπου.
Όμως, η εξαντλητική δίαιτα στην οποία είχε υποβληθεί
και οι φωνητικοί ακροβατισμοί της είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της,
η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες. Το καλοκαίρι του 1957
εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά
αποθεώθηκε.
Από το 1958 άρχισε η καθοδική της πορεία. Τον
Ιανουάριο στη Ρώμη αποχώρησε με την πρώτη πράξη της Νόρμας του
Μπελίνι και αποδοκιμάστηκε από το κοινό και τον Μάιο η «Σκάλα» του Μιλάνου της
διέκοψε το συμβόλαιο.
Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε
με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του
Κερουμπίνι στη νεότευκτη Όπερα του Ντάλας. Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959
στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και σ’ αυτή τη θριαμβευτική
«πρεμιέρα» η Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη
Ωνάση, τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτα
της ζωής της.
Η Μαρία Κάλλας με τον Αριστοτέλη Ωνάση
Το καλοκαίρι του 1964, σε μια έξοδό της από τον
Σκορπιό, παρακολουθεί μαζί με τον Ωνάση μία μουσική εκδήλωση του φεστιβάλ της
Λευκάδας και εκφράζει την επιθυμία να τραγουδήσει, και χωρίς πρόβα η Κάλλας
τραγουδά την άρια της Σαντούτσα Voi lo sapete, o mamma («Εσείς το
ξέρετε, μητέρα») από την Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, που ήταν
και ο πρώτος ρόλος της καριέρας της στην παράσταση του Εθνικού Ωδείου το 1937.
Το 1965 αποσύρθηκε οριστικά από τις λυρικές παραστάσεις, παρά την εξαιρετική Τόσκα που τραγούδησε στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Το κύκνειο
άσμα της ήταν η Νόρμα, που ανέβηκε στο Παρίσι, στις 29 Μαΐου του 1965. Στην τρίτη πράξη της όπερας του
Μπελίνι κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της.
Προσπαθεί να βάλει μια τάξη στα προσωπικά της. Ζητά
διαζύγιο από τον σύζυγό της για να παντρευτεί τον Ωνάση, ο οποίος αρνείται να
της το δώσει. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την
ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον
Μενεγκίνι. Πλέον, ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να
παντρευτούν, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, καθώς τον Ιούλιο του 1968 ο Έλληνας
μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη
την κορυφαία υψίφωνο.
Καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει τα
προσωπικά της προβλήματα, επανακάμπτοντας στην καλλιτεχνική δράση. Παίζει στην
κινηματογραφική εκδοχή της Μήδειας του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία
Πιερ-Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή
Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με ένα παλιό της
γνώριμο, τον ιταλό τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, που κι αυτός αντιμετώπιζε
φωνητικά προβλήματα. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της
Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Έκτοτε, η Μαρία Κάλλας
κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και τον εαυτό της. Η μεγάλη ντίβα έφυγε
από τη ζωή το πρωί της 16ης
Σεπτεμβρίου 1977 από
καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 54 ετών.