Γράφει η μαθήτρια του Γ2 Αγγελική Μωϋσιάδου
Ο Καζαντζάκης ξεπροβάλλει μάλλον αργά από τη σχετική αφάνεια της νεοελληνικής δημοτικής για να καταλάβει τη θέση που του αναλογεί ως συγγραφέας ευρωπαϊκής εμβέλειας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα θα επιβεβαιώσει τη θέση του ως του μεγαλύτερου εν ζωή μυθιστοριογράφου της Μεσογείου.
Διαδραματίζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, στη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, και ο κεντρικός του ήρωας, ο Καπετάν Μιχάλης, ενσαρκώνει τον ηρωικό καπετάνιο της Ελληνικής Επανάστασης στο νησί. Η ιστορία ξετυλίγεται σε ένα μεγάλο σκηνικό γεμάτο ηθοποιούς και έξοχα παρατηρούμενη λεπτομέρεια.
Όσο για την Ελευθερία και το Θάνατο, τα δύο αυτά άκρα παριστάνονται μέσα από τον κεντρικό ήρωα, τον Καπετάν Μιχάλη, ο οποίος απεικονίζει στη σκέψη και την πράξη εκείνο το ασύλληπτο χαρακτηριστικό που οι Έλληνες ονομάζουν «φιλότιμο». Μοιάζει με ένα είδος φυτιλιού ριζωμένου στην ψυχή του Έλληνα, το οποίο μπορεί να τον κάνει να πεθάνει το ίδιο εύκολα για τη δόξα όσο και για τη ντροπή.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης στον πρόλογό του αναφέρει:
«Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον «Καπετάν Μιχάλη», ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος : Να σώσω, ντύνοντάς το με λέξεις, το όραμα του κόσμου όπως τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη στα άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας, μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχιζαν να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό και ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες. Οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού.
Από πολύ νωρίς, ζώντας την έτοιμη κάθε στιγμή να ξεσπάσει σύγκρουση, είχαμε ψυχανεμιστεί πς στον κόσμο τούτον δύο μεγάλες δυνάμεις παλεύουν : ο Χριστιανός και ο Τούρκος, το Καλό και το Κακό, η Ελευτερία κι η Τυραννία και πως η ζωή δεν είναι παιχνίδι, είναι αγώνας. Κι ακόμα τούτο: πως θα έρθει μέρα που θα Πρέπει να μπούμε κι εμείς στον αγώνα. Το έχουμε πάρει απόφαση από πολύ μικροί πως ήταν γραφτό μας, αφού γεννηθήκαμε Κρητικοί, το Πρέπει αυτό να κυβερνάει τη ζωή μας.»
Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Καπετάν Μιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.